- μονομανία
- η1) единственная страсть, мания;
έχει μονομανία με τα χαρτιά — он страстный игрок;
2) мед. мономания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχει μονομανία με τα χαρτιά — он страстный игрок;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονομανία — η 1. (ψυχιατρ.) ψυχική διαταραχή, κατά την οποία μία μόνο ιδέα ή ένας περιορισμένος κύκλος ιδεών απασχολεί όλες τις διανοητικές λειτουργίες τού ασθενούς, αλλ. ιδεοληψία 2. μτφ. έντονη κλίση προς κάτι, η οποία απορροφά ολοκληρωτικά κάθε σκέψη και… … Dictionary of Greek
μονομανία — η 1. (ιατρ.), ψυχική διαταραχή κατά την οποία ο άρρωστος διακατέχεται από μια έμμονη ιδέα, π.χ. ότι όλοι τον κυνηγούν. 2. μτφ., ισχυρή κλίση προς κάτι που απορροφά όλη τη δραστηριότητα και τη σκέψη κάποιου: Έχει μονομανία με τη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονομανής — ές 1. αυτός που κατέχεται από μία έμμονη ιδέα, που πάσχει από μονομανία 2. (για συμπεριφορά) αυτή που χαρακτηρίζει τον μονομανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ξενο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη] … Dictionary of Greek
συφιλομανία — και συφιλιδομανία, η, Ν [συφιλ(ιδ)ομανής] 1. ψυχοπάθεια κατά την οποία διαβλέπει κανείς σε κάθε νόσο συμπτώματα σύφιλης 2. μονομανία κατά την οποία ασθενής, ο οποίος έχει θεραπευθεί από τη σύφιλη, νομίζει ότι πάσχει ακόμη … Dictionary of Greek
μονομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από μονομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)